Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Κατάντια

Εδώ μέσα, στο ίντερνετ, όλα είναι εύκολα, σε εισαγωγικά η "ευκολία".

Έξω, γίνεται η αναμέτρηση, έξω...

Εκεί, "έξω" ή που βλέπεις ή που δεν θέλεις να δεις.

Αναλόγως πόσο βαθιά "βλέπεις", τόσο και το ζόρισμα.

Ήμουνα στην ουρά μιας Τράπεζας, σχεδόν απ' την νύχτα.

Ζωντάνεψαν οι νύχτες... μη τύχει σε μια ελεύθερη χώρα!

Κόσμος και κοσμάκης...
Μεγάλο το πάρτυ.
Όλοι ακάλεστοι, κι όμως, όλοι εκεί!
Στην ουρά, στο κράτημα της ουράς, στο χαρτάκι της ουράς, στο νούμερο, στο τυχερό σου... που άμα το βάλεις στο τσεπάκι, ξενοιάζεις και λίγο...
Ποιο πολύ ξενοιάζεις, όταν φεύγεις από κει, κι ας είναι καταμεσήμερο, που τα τζιτζίκια λαλούν, κι όσοι μπορούν, κολυμπάνε... σε καθαρά νερά!

Με λίγο φιλότιμο, δίνεις και την σειρά σου και το νούμερο, άμα λάχει, κι άμα το ματάκι της συνείδησης τό 'χεις ξεχάσει ακόμα, ανοιχτό.

Διαλέγεις και παίρνεις...
Έχεις κάρτα, φεύγεις γρήγορα.
Μπορεί να δικαιούσαι (τί δικαίωμα κι αυτό!) εξήντα, μα το μηχάνημα, δίνει μόνο πενήντα, κι ας μοιράζουν μέσα, στο ταμείο, μόνο δεκάρικα!
Τί κουφό, κι αυτό!
Κέρδος κι από κει...
Πόσοι φεύγουν μ' ένα δεκάρικο, λιγότερο...
Γέμισα δεκάρικα, εκείνη την μέρα.
Έξι, δηλαδή.
Γιατί έξι;
Άλλο κεφάλαιο.

Τέλος πάντων, ουσία, βιαστική, γιατί παρασύρομαι.
Πολλή καταπίεση, δε θα με βγάλει σε καλό!

"Ποιος θα μ' αφήσει να μπω, να πάρω τα υπόλοιπα εννιά ευρώ μου;" άκουσα έναν κύριο.

Τρελάθηκα...

"Τα έχω ανάγκη...", συνέχισε.

Ποιος είδε "τρέλα", να παίρνει τα πόδια της και να φεύγει, μακριά απ' την ουρά, μακριά απ' το νούμερο...

Ντράπηκα. Κρύφτηκα. Αν δεν περίμενα έξι δεκάρικα, θα του χάριζα ένα... ευχαρίστως!
Άλλη εποχή, όμως!

Τώρα;
Τα μάτια στραμμένα κάτω, μην ανοίξει η γη και με καταπιεί, ανέτοιμη ακόμα για τα υπόγεια...

Αυτά.
Κατάντια μου και γενική.
Έχω πολλές από δαύτες.
Δε θέλω να μείνουν γραμμένες.
Να φύγουν στον αγύριστο, θέλω.

Γύρισα... και το νούμερο με περίμενε, εκεί, για ώρες.
Ήταν μεγάλο... σαν κι εμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου