Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

"Κάτσε μνήμη να σε πηδήξω" Β.Β.

(Αυτo)πορτρέτο συγγραφέα σε ώριμη ηλικία.  

«Κάτσε, μνήμη, να σε πηδήξω», Β.Β. Ο ώριμος συγγραφέας ανακαινίζει το παλιό οικογενειακό σπίτι και επιστρέφει, κυριολεκτικά αυτήν τη φορά, στη γενέτειρα νήσο Θάσο, γνωστό θέατρο θρυλικών ιστοριών του νεαρού Μπίλλυ και μόνιμο νοσταλγικό τόπο νοητής επιστροφής του φτασμένου συγγραφέα του «Ζ».
Γαντζωμένος, ωστόσο, στο κλαβιέ του υπολογιστή του, o Ρεμπό (κατά Καραντώνη) και Ρίτσος (κατά Βαγενά) της πεζογραφίας μας, συνεχίζει, πώς αλλιώς, να γράφει.
Κρατά ημερολόγιο, κλείνοντας συχνά το μάτι από το «τώρα» της γραφής στους μελλοντικούς αναγνώστες. Χωρίς αυστηρή χρονολόγηση, οι εγγραφές καλύπτουν μέρες του Αυγούστου και του Σεπτέμβρη των τελευταίων ετών.
Βασίλης Βασιλικός
Πρόσωπα και πράγματα, σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες της κοινωνικής ζωής του νησιού, κουτσομπολιά και σχόλια για την επικαιρότητα, φιλίες και λυκοφιλίες, αναμνήσεις και εκμυστηρεύσεις, αγαπημένοι συγγραφείς (δεκάδες σελίδες για τον Αντρέ Ζιντ) και τα πρόσφατα αναγνώσματά του (Μαρής, Καμιλέρι), όλα αυτά, και άλλα πολλά, θα βρουν τη θέση τους, και μάλιστα σε σωστές αναλογίες, στις ημερολογιακές καταγραφές ενός έμπειρου αφηγητή με χιλιάδες σελίδες στο ενεργητικό του.
Ο συγγραφέας ξεκινά από την καθημερινή εμπειρία και αφήνει ελεύθερους τους στυλογράφους του να τρέξουν στο χαρτί· κάποτε η πολυπόθητη μυθοπλασία αναδύεται, μια μνήμη έρχεται, μια ιστορία πάει να χτιστεί, αλλού ένας διάλογος παίρνει μορφή, ένας χαρακτήρας ζωντανεύει· γρήγορα, ωστόσο, όλα σβήνουν και η ημερολογιακή εγγραφή επιστρέφει στην ταπεινή εποποιία της καθημερινότητας. Τι φταίει;
Για έναν συγγραφέα σφυρηλατημένο παιδιόθεν στο αμόνι της εγωτικής γραφής του Ζιντ η καταφυγή στην οδυνηρή ενδοσκόπηση της ημερολογιακής γραφής δεν είναι περίεργη.
Ημερολόγιο συνιστά το «Μετώκησεν» (1971), ημερολογιακή γραφή ακολουθεί «Ο τρομερός μήνας Αύγουστος» (1979), το «Ημερολόγιο» του Γλαύκου Θρασάκη διασχίζει το ομώνυμο magnum opus του· ακόμα και η αυτοβιογραφική «Μνήμη από Μελάνι» (Διόπτρα, 2011) χαρακτηρίζεται στον μυθοπλαστικό της πρόλογο «ημερολόγιο».
Ωστόσο, το πιο γνωστό ημερολόγιο που φέρει την υπογραφή του Βασιλικού είναι το «Ημερολόγιο του “Ζ”» (γραφή 1965), το οποίο, διαλεγόμενο με τα διεθνή και ελληνικά πρότυπα του είδους των ημερολογίων εργασίας, αποτελεί το χρονικό της αποτυχίας συγγραφής ενός βιβλίου, το οποίο όπως ξέρουμε προέκυψε τελικά από τη γραφίδα του Βασιλικού μόλις τον επόμενο χρόνο με τον τίτλο «Ζ».
Αδυναμία συγγραφής και έλλειψη πίστης στην ικανότητα μυθοποίησης. Η αποτυχία πιθανή και η προσπάθεια να φαντάζει μάταιη. Κι όμως, καμία παραίτηση.
Αντίθετα, συνεχής τριβή της γραφίδας στο χαρτί και διαρκείς επιστροφές στη βάσανο της συγγραφής. Να το κλίμα ενός αθηναϊκού καλοκαιριού της ταραγμένης δεκαετίας του 1960 στη ζωή ενός ανερχόμενου νέου συγγραφέα μιας περιθωριακής γλώσσας, ο οποίος με ένα τεράστιο άλμα θα βρεθεί ξαφνικά στο επίκεντρο της λογοτεχνικής ζωής της Ευρώπης και του κόσμου.
Κι όμως, αυτό το κλίμα θα αναβιώσει αυτούσιο, τριάντα χρόνια μετά, ένα γκρίζο φθινόπωρο της δεκαετίας του 1990, στο Παρισινό ημερολόγιο του 59χρονου συγγραφέα («Οι γάτες της Rue d’ Hauteville», Πατάκης, 2010), και αυτό είναι που κυριαρχεί, εν πολλοίς, και στις σελίδες των θασίτικων σημειώσεων του 79χρονου συγγραφέα, παρά τον αυγουστιάτικο ήλιο που τις θερμαίνει κατά τόπους.
Και τα δύο ημερολόγια αποτελούν απειροελάχιστο τμήμα του προσωπικού ημερολογίου που ο Βασιλικός, όπως είναι γνωστό, κρατά συστηματικά, χρόνια τώρα, αρχής γενομένης από το 1988, και συνιστούν και τα δύο, όπως και το μυθοποιημένο «Ημερολόγιο του “Ζ”» απότοκα συγγραφικής κρίσης…
Οπως το Παρισινό ημερολόγιο, έτσι και οι σημειώσεις της Θάσου αποτελούν στην πραγματικότητα ένα απεγνωσμένο «ημερολόγιο εργασίας», προϊόντα μιας μακράς περιόδου συγγραφικής κάμψεως ή δυστοκίας από αυτές που ταλανίζουν συχνά τους τεχνίτες του λόγου, ακόμα και αν λίγοι έχουν το θάρρος και την ειλικρίνεια να παραδεχτούν.
Στον Βασιλικό περισσεύουν και τα δύο: «Και να σκεφτείς ότι το τελευταίο μου μυθιστόρημα το έγραψα το 1992. Είκοσι ένα χρόνια χωρίς την “επινόηση της πραγματικότητας”».
Αυτό αναζητά ο Βασιλικός στην ημερολογιακή γραφή και αυτό είναι το κυρίως θέμα του ημερολογίου, συνεχώς μεταμορφωμένο και αέναα αναδιατυπωμένο: η διαμεσολαβητική σχέση της γλώσσας και της φαντασίας σε κάθε προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας, της Ιστορίας και του εαυτού και το συνακόλουθο άγχος του δημιουργού.
Η ίδια η πράξη της γραφής, εν τέλει, όπως μονολογούσε ο Βασιλικός του 1990: «θέμα είναι η πράξη της γραφής» ή και «όπου το πάω το γυρίζω στο γράψιμο ή σε μένα…».
Τώρα, στο ημερολόγιο της Θάσου, οι ημερολογιακές εγγραφές αρχίζουν με δηλώσεις του τύπου «στις επάλξεις της γραφής ξανά» ή «κι εγώ γράφω, συνεχίζω να γράφω, πιστός στο μετερίζι της γραφής», με τον Βασιλικό να μετρά με αγωνία τις λευκές σελίδες και τη στάθμη του μελανιού και να μένει ευχαριστημένος μόνο με την ποσότητα («σήμερα έγραψα τον αγλέουρα και είμαι ευχαριστημένος») ασχέτως αποτελέσματος («Βλακείες έγραψα σήμερα. Αλλά έγραψα για να γράψω»)· «εξάλλου δεν ξέρουμε και τίποτε άλλο να κάνουμε».
Εξ ου και ο απεγνωσμένος διαπληκτισμός με την πανταχού παρούσα στο έργο του Μνήμη που θα κάνει τον ημερολογιογράφο, αφού διατυπώσει τα αναπάντητα ερωτήματά του, να σηκωθεί από το γραφείο και να αναζητήσει ανακούφιση στη συντροφιά της πολυαγαπημένης Βάσως: «Πώς εξέπνευσα ως συγγραφέας, Πώς κατήντησα σκέτος ημερολογιογράφος; Πώς; Πώς; Speak, Memory. Speak (όπως στον Ναμπόκοφ). Μίλα, μνήμη. Μίλα. […] Ελα. Ελα. Μη μου κάνεις τη δύσκολη τώρα. Κάτσε, μνήμη, να σε πηδήξω. Δεν θέλεις; Δεν σου κάνω πια; Γέρασα λες και δεν τη βρίσκεις μαζί μου; Μα μνήμη, εσύ είσαι εγώ».
πηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου