Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Πολλά ρωτάς, όμως!

-Ρε, μάνα, τι γιο έχεις;
-Τί γιο, έχω; ρώτησα φοβισμένη...
-Όλοι τον αγαπάνε! Να, ένα χαμόγελο, να οι αγκαλιές, όλοι! Τάσο και Τάσο, όλοι! Γάτες τον ακολουθούν, σκυλιά το ίδιο, ακόμα κι οι Πακιστανοί, τρέχουν πίσω του!
Έμεινα.
Δεν κατάλαβα!
Τί ήθελε να πει η κόρη, για τον αδελφό;...
......;
- Να σου πω, τι έκανε σήμερα!
Δεν έκανα "κιχ"!
Περίμενα ν' ακούσω. Ευτυχώς είχε κέφι για εξηγήσεις!
-Αλλού πηγαίναμε, στα Τζάμπο καταλήξαμε, αργήσαμε και στο ραντεβού με τα παιδιά!
Τα χείλη δεν ρώταγαν, μόνο τα μάτια... και τ' αυτιά, τεντωμένα.
Κοίταζα και τα δυο παιδιά μου, εφόσον χαμογελούσαν, Καλό θα άκουγα.
"Άντε, πεσ' το, χρυσόστομη και θα με σκάσεις!", δεν το είπα.
Ο γιος, σα να μην ήθελε ιδιαίτερα να το μάθω, γι' αυτό η ματιά καρφώθηκε στην κόρη.
"Μη σταματήσεις, μη με κόψεις..." έλεγα από μέσα μου. "Δως μου την χαρά, να σας χαρώ, για παιδιά μου!"

-Τον βλέπω εκεί στα φανάρια, να χαιρετιέται μ' έναν Πακιστανό! Δώς του χαιρετούρες, χαμόγελα, "Γειά σου, φίλε!" ο γιος σου, "Γιεά σου, φίλε!" εκείνος, "Φεύγω απ' την Ελλάδα, δε θα με ξαναδείς", "Πού θα πας;" ρώταγε ο γιος σου, "Στην Κάπου" (δεν θυμάμαι την χώρα), παθαίνει ο γιος και με πηγαίνει στα Τζάμπο, ήταν και κοντά! Σκοτώθηκε να τρέξει, να τον προλάβει, να του κάνει δώρο....!

-Τον πρόλαβε;
Τον πρόλαβε!

Συγκινήθηκα, έφυγα απ' το σαλόνι και η συζήτηση σταμάτησε εκεί.
Μόνο ένα "Ευχαριστώ", ψέλισσα, περνώντας απ' το καντηλάκι μου, για την κουζίνα...
Τά 'χα, θα κόλλαγε το φαί.

***
Αφού μ' έτρωγε η περιέργεια, αφού έφυγε η κόρη, προχθές ξημερώματα, αφού διάβασα και διάφορα για μετανάστες, τον ρώτησα στο τηλέφωνο:

-Γιε μου, τί δώρο του πήρες του Πακιστανού;
-Γιατί ρωτάς;
-Κάτι διάβαζα... και θυμήθηκα να σε ρωτήσω... (Μ' έτρωγε, αλλά δεν το λέμε...)
-Δεν ήταν Πακιστανός!
-Τί ήταν;
-Από το Μπανγκλαντές.
-Πού τον ήξερες; Απ' την δουλειά;
-Όχι! Γιατί ρωτάς;
-Πες μου, ρε, παιδάκι μ'!
-Στα φανάρια τον έβλεπα, κάθε μέρα...
-Και τον φίλευες;...
-Όχι, δεν προλάβαινα, έτσι που βιάζομαι... Δεν ήθελα και να τον προσβάλλω, σταματώντας... Μόνο χαιρετιόμασταν.
-Και τί δώρο του πήρες;
-Γιατί ρωτάς;
-Να... Να δω, αν θα του είναι χρήσιμο... Αν θα το κρατήσει, για να σε θυμάται...
-Μια ταμπακιέρα κι ένα σα φυτίλι, για το τσιγάρο, του πήρα... (τα είπε με το τσιγγέλι)
-Ταμπακιέρα; Κι αν δεν καπνίζει; Καπνίζει; Ξέρεις;
-Μπορεί να βάζει και τα λεφτά που θα μαζεύει, μέσα. Κάνει και για πορτοφόλι.... Πολλά ρωτάς, όμως!
"Συγγνώμη"... (Κιχ! κι εγώ κι εσείς!)

..............
-Σου έχω έτοιμο το φαγητό για το πρωί. Δε με βοηθάνε οι δυνάμεις μου να σε περιμένω.
-Καληνύχτα και μην ανησυχείς!Ξεκουράσου!

****
Απόψε, στο τηλέφωνο, τραγουδιστά:
"Να ζήσεις, γιε μου και Χρόνια Πολλά, μεγάλος να γίνεις, με άσπρα μαλλιά! Παντού να σκορπίζεις, της νιότης το φως και όλοι να λένε: ΝΑ ΕΝΑΣ ΣΟΦΟΣ!!!"
"Ευχαριστώ, μάνα! κ.λ.π."


Γιε μου, εδώ Πακιστανή...
Ανοίγω και ξανανοίγω εκείνη την ταμπακιέρα...
Θα σε θυμάται, ο φίλος σου, είναι σίγουρο!

Μακάρι, όμως, να την ανοίγει, μόνο για απόλαυση τσιγάρου, ευτυχισμένος και καθισμένος σε μια σταθερή γωνιά με την οικογένειά του!


Η ΤΑΜΠΑΚΙΕΡΑ - ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου