Μπορούμε να πούμε για τον λαϊκισμό ότι είναι το σύμπτωμα μιας πραγματικής κατάστασης και συγχρόνως η έκφραση μιας ψευδαίσθησης. Είναι με άλλα λόγια το σημείο συνάντησης της πολιτικής δυσαρέσκειας –λόγω της κρίσης αντιπροσώπευσης και της δυσλειτουργίας του δημοκρατικού καθεστώτος- και της αδυναμίας επίλυσης των καυτών κοινωνικών προβλημάτων. Ο λαϊκισμός, συνεπώς, είναι μια μορφή απλουστευτικών απαντήσεων στις παραπάνω δυσκολίες. Η πρώτη απλούστευση είναι ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα και η δημοκρατία έχουν διαφθαρεί από τους πολιτικούς και η μόνη πραγματική δημοκρατία είναι η προσφυγή στο λαό υπό τη μορφή δημοψηφισμάτων. Τα δημοψηφίσματα παρόλ’ αυτά μπορεί να ενισχύουν περισσότερο το λαϊκισμό και λιγότερο τη δημοκρατία. Αυτό απεδείχθη και με το δημοψήφισμα του Ιουλίου όπου η δημοκρατική απόφανση του λαού και το «μεγάλο» ΟΧΙ μετεβλήθη σε ένα μεγάλο ΝΑΙ. Άρα και τα δημοψηφίσματα μπορούν να είναι ένας ορισμένος τύπος λαϊκισμού και όχι δημοκρατία.
Επίσης, ο λαός δεν καθίσταται τέτοιος –δηλαδή λαός- ετεροκαθοριζόμενος, όντας απέναντι σε μία ολιγαρχία. Και η τρίτη απλούστευση είναι αυτή που αφορά στην κοινωνική συνοχή καθώς γίνεται αναφορά στην ταυτότητα της κοινωνίας και όχι στην εσωτερική ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων. Με μόνο την αναφορά στην ταυτότητα έχουμε τον στιγματισμό των «άλλων», αυτών που απορρίπτονται ως μη οικείοι, όπως οι μετανάστες, οι αλλόθρησκοι κ.ά.. Οι τελευταίοι, συνεπώς, είναι αποκλεισμένοι από την κοινωνία και κατ’ επέκταση από την έννοια λαός.
Για να υπερβούμε κατά συνέπεια την δημοκρατική παρέκκλιση που αποκαλείται λαϊκισμός πρέπει να σκεφτούμε με πιο τρόπο θα βελτιώσουμε τη δημοκρατία. Γιατί κανείς δεν μπορεί να σταματήσει το λαϊκισμό αρκούμενος στην υπεράσπιση της δημοκρατίας τέτοια που είναι σήμερα. Για να ασκήσουμε κριτική στον λαϊκισμό πρέπει να έχουμε ένα σχέδιο επανανακάλυψης και ανασυγκρότησης της δημοκρατίας, που να αφορά τον λαό-εκλογικό σώμα, τον λαό-κοινωνία, που δεν είναι απλώς η πλειοψηφία αλλά η τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας και ο λαός-αρχή, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους.
Η δημοκρατία, εντέλει, οφείλει πιο αποφασιστικά να προσδιοριστεί ως τρόπος παραγωγής του κοινού βίου, βασιζόμενου στην εμπιστοσύνη, μέσα στην καθημερινότητα. Μια δημοκρατία που θα επαναορίσει το κοινωνικό συμβόλαιο και θα αναζητεί συνεχώς περισσότερη ισότητα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου